- ξαναλέγω
- και ξαναλέω (Μ ξαναλέγω)1. λέγω κάτι για δεύτερη ή για πολλοστή φορά, ξεστομίζω πάλι, επαναλαμβάνω2. ανταπαντώ, αποκρίνομαι πάλινεοελλ.φρ. «τά ξαναλέμε» — συνεχίζουμε τη συζήτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.